- ἐπίπηγμα
- ἐπί-πηγμα, τό, das obendrauf Befestigte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίπηγμα — ἐπίπηγμα, τὸ (Α) 1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι 2. στήριγμα … Dictionary of Greek
ἐπίπηγμα — cross rods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπήγματα — ἐπίπηγμα cross rods neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπηξ — ἐπίπηξ, ὁ (AM) μσν. κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι αρχ. το επίπηγμα … Dictionary of Greek